Είναι το απόλυτο κινηματογραφικό σνακ -η μυρωδιά του και μόνο φέρνει αυτόματα στο μυαλό τίτλους αρχής να πέφτουν στη μεγάλη οθόνη. Είναι επίσης εθιστικό. Και φθηνό και γρήγορο. Δεν ξέρουμε ποιός είχε πρώτος την ιδέα να «σκάσει» το καλαμπόκι και να φτιάξει αυτές τις πανάλαφρες, τραγανές μπουκίτσες αλλά υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν προς το Περού και σχεδόν 7000 χρόνια πίσω. Πώς όμως, χιλιάδες χρόνια αργότερα, το σινεμά και το ποπ κορν ανέπτυξαν την τόσο στενή σχέση που έχουν σήμερα; Σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού Smithsonian, τα πράγματα δεν ήταν έτσι από την αρχή. Αντιθέτως, το ποπ κορν είχε αρχικά απαγορευτεί από τις αίθουσες. Η Μεγάλη Ύφεση ήταν αυτή που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων με το δημοφιλές σνακ να συμβάλλει μάλιστα στη διάσωση του τότε νεοσύστατου κινηματογραφικού κλάδου.
Από τη στιγμή που το ποπ κορν εμφανίστηκε στη Βόρεια Αμερική η δημοτικότητά του όλο και μεγάλωνε, δημοτικότητα που οφειλόταν εν μέρει στην άκρως διασκεδαστική διαδικασία παρασκευής του. Το 1848 ήταν τόσο διαδεδομένο που συμπεριλήφθηκε στο «Λεξικό Αμερικανισμών» (Dictionary of Americanisms). Προς το τέλος του αιώνα το συναντούσες πια παντού -ιδιαίτερα σε χώρους ψυχαγωγίας, όπως τσίρκο και πανηγύρια. Για την ακρίβεια, οι μοναδικοί χώροι ψυχαγωγίας από τους οποίους έλειπε ήταν τα θέατρα και οι κινηματογραφικές αίθουσες.
Μια επιπλέον αρετή του ποπ κορν ήταν η φορητότητά του: το 1885 κυκλοφόρησε ο πρώτος ατμοκίνητος παρασκευαστής ποπ κορν που μπορούσε να στηθεί στον χώρο οποιασδήποτε εκδήλωσης, από αθλητικούς αγώνες μέχρι υπαίθριες γιορτές. Χωρίς να χρειάζεται κουζίνα, σαν άλλα σνακ όπως οι τηγανητές πατάτες, μπορούσε πια να παραχθεί μαζικά και σε οποιοδήποτε μέρος. Η ελκυστική μυρωδιά που σκορπούσε στον αέρα με το που έσκαγε, διαφήμιζε από μόνη της το προϊόν δίνοντας στους πλανόδιους πωλητές άλλον έναν λόγο να το προτιμούν. Και πάλι όμως οι αίθουσες συνέχιζαν να το σνομπάρουν.
Όπως αναφέρει ο Άντριου Σμιθ, συγγραφέας του βιβλίου «Popped Culture: A Social History of Popcorn», οι κινηματογράφοι εκείνη την εποχή προσπαθούσαν να μιμηθούν το ύφος των θεατρικών σκηνών και να απευθυνθούν στο ίδιο καλλιεργημένο κοινό. Είχαν όμορφα χαλιά και μοκέτες που ήθελαν να προστατεύσουν από το πεσμένο ποπ κορν ενώ οι οι υπεύθυνοι των αιθουσών θεωρούσαν ότι ο θόρυβος από το μασούλημά του θα αποσπούσε τους θεατές από την ταινία. Όταν οι ταινίες απέκτησαν ήχο το 1927, η βιομηχανία του κινηματογράφου ανοίχτηκε σε ένα πιο ευρύ κοινό, καθώς η παιδεία δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση πια για να παρακολουθήσει κανείς μια ταινία (οι τίτλοι που χρησιμοποιούνταν στις ταινίες βωβού κινηματογράφου για να περιγράψουν πλοκή και τους διαλόγους περιόριζαν αυτόματα το κοινό στο οποίο μπορούσαν να απευθυνθούν). Κοντά στο 1930 η επισκεψιμότητα των αμερικάνικων σινεμά άγγιζε τα 90 εκατομμύρια άτομα ανά εβδομάδα. Ακόμα και έτσι όμως οι αιθουσάρχες δεν αποδέχονταν το ποπ κορν. Τι και αν ο ήχος μπορούσε πια να καλύψει και τους μικροθορύβους του μασουλήματος;
Το κραχ του ‘29 και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε άλλαξαν τα δεδομένα. Το κοινό πήγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες για να ψυχαγωγηθεί χωρίς να χαλάσει πολλά χρήματα και το ποπ κορν ήταν μία από τις ελάχιστες «πολυτέλειες» που μπορούσε να αντέξει. Μπορεί οι αιθουσάρχες να μην έβλεπαν ακόμα τις δυνατότητες κέρδους αλλά οι πλανόδιοι πωλητές δεν έχασαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και άρχισαν να στήνουν έξω από τους κινηματογράφους τις αυτόματες μηχανές τους. Όλο και περισσότεροι θεατές έμπαζαν κρυφά το ποπ κορν τους στα σινεμά, αγνοώντας την ειδική σήμανση που τους ζητούσε να το αφήσουν μαζί με τα παλτό τους στην γκαρνταρόμπα, οπότε με τα πολλά οι υπεύθυνοι ξεκίνησαν να το επιτρέπουν. Στην αρχή επέβαλαν χρέωση στους πλανόδιους πωλητές που σύχναζαν απέξω και σταδιακά απέκτησαν τις δικές τους μηχανές. Λέγεται πως σε αρκετές περιπτώσεις το ποπ κορν με τα επιπλέον κέρδη που απέφερε έσωσε τους κινηματογράφους από την οικονομική κατάρρευση.
Στην Ελλάδα πως το λέμε το ποπ κορν;
Πέρα από την κινηματογραφική ιστορία του ποπ κορν στις Η.Π.Α. (και τον υπόλοιπο κόσμο που ακολούθησε το παράδειγμα τους) ενδιαφέρον έχει και η εγχώρια διαδρομή του. Πιο συγκεκριμένα οι πολυάριθμες τοπικές ονομασίες του ανά την Ελλάδα. Πες μου πως λένε το ποπ κορν στο χωριό σου, να σου πω από που είσαι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Κάποια από τα ονόματα είναι ηχομιμητικά (βλ. πατλάκια στην Ξάνθη ή τσατ πατ στην Καβάλα), άλλα πιάνονται από την εμφάνισή του (βλ. φούσκες στις Σέρρες) και άλλα ακούγονται εντελώς ακατανόητα στους μη μυημένους [βλ. φραγκοκύταρα (!) στην Κάλυμνο]. Με τη βοήθεια της Wikipedia και μια μίνι έρευνα μεταξύ συναδέλφων φτιάξαμε τη λίστα που ακολουθεί. Προσθέστε ελεύθερα!
- Πριτσάλες, στα Δολιανά Ιωαννίνων
- Παπαδούλες, στην Ημαθία
- Πατλάκια, στη Δράμα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή
- Τσακλία, στην ποντιακή διάλεκτο
- Κοκονέλες, στην Κέρκυρα
- Κοκόσες, στην Πάργα
- Τσατ πατ, στην Καβάλα
- Σίταρους, σιταροπούλλα και σιταροπούλλες, στην Κυπριακή διάλεκτο
- Βαμπουλίτσες, στον Τρανόβαλτο Κοζάνης
- Παπαρδέλες, στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας
- Κουκουφρίκες, στη Βοιωτία
- Φακιόλες, στην Άρτα
- Παπαδίτσες, στα Ιωάννινα
- Παπαλούτσες, ευρύτερα στον νομό Σερρών
- Σκαστερά, στην Μαυροθάλασσα Σερρών
- Φούσκες, στο Αηδονοχώρι Σερρών
- Πατλαντίκες ή πατλάκια, στο Σκούταρι Σερρών
- Παπαλιόσκες, στην Νικόκλεια Σερρών
- Παρπαζόλες ή παπαρούσκες, στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών
- Παπαλούτσκες, στην Βαμβακούσσα Σερρών
- Παπόσκες, στο Χρυσό Σερρών
- Γκαγκάσκες, στον Δρυμό Θεσσαλονίκης
- Σκαζμούθρες, στους Στρόπωνες Εύβοιας
- Φραγκοκύτταρα, στην Κάλυμνο
- Παπούσκες, στην Κοζάνη και σε κάποια χωριά του νομού Έβρου
- Πασπάτα, παπαρδούλες, «κατσιούλες», κουκουσάρια, στην Ήπειρο κ.α.ΠΗΓΗ